Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τὰς πόλεις

См. также в других словарях:

  • PHARMACI — dicebantur olim οἱ τὰς πόλεις καθαίροντες, qui Urbes lustrabant. Eustathius ad Odyss. χ. Ο῞τι δε καὶ δἰ αἵματος ἦν κάθαρσις, αἱ ἱςτορίαι δηλοῦσιν, ὁποῖα καὶ ἡ τῶ φονἐων. οἳ αἵματι νιπτόμενει καθάρσιον ἕιχον αὐτὸ. λέγονται δὲ οἱ περὶ τὴν τοιαύτην… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • περίοικος — ο / περίοικος, ον, ΝΜΑ (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι περίοικοι α) οι γείτονες (α. «ενοχλείτε τους περιοίκους με τους θορύβους σας» β. «καὶ πάντες οἱ περίοικοι τῶν δύο βασιλείων», Διήγ. Αχιλλ. γ. «ἔφερον τοὺς περιοίκους ἅπαντας», Ηρόδ.) β) i) (στον… …   Dictionary of Greek

  • τέλεσμα — το, ΝΜΑ 1. (κατά το βυζαντινορρωμαϊκό δίκαιο) το τίμημα τού δικαιώματος επιφανείας (βλ. επιφάνεια) 2. στον πληθ. τα τελέσματα (κατά τους βυζαντινούς χρόνους) διάφορα έργα τέχνης που τά χρησιμοποιούσαν με μαγικό τρόπο, για να προστατεύουν τις… …   Dictionary of Greek

  • CALATIA — urbs Campaniae, Gaiatzo Leandro. Silius. l. 8. v. 543. Nec parvis aberat Callatia muris. Oppidani Calatini, liv. l. 22. c. 61. et l. 26. c. 33. Coloniam huc deduxisse C. Iulium Caesarem auctor est Appian. Alex. Unde Cicer. ad Att. l. 16. Ep. 8.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κατοικώ — (ΑΜ κατοικῶ, έω) [κάτοικος] 1. είμαι κάτοικος ενός τόπου, διαμένω, οικώ (α. «κατοικεί μονίμως στην Αυστραλία» β. «γνωστὸν ἐγένετο πᾱσι τοῑς κατοικοῡσιν Ἱερουσαλήμ», ΚΔ γ. «ἁνήρ κατοικεῑ τούσδε τοὺς τόπους», Σοφ.) 2. διαμένω σε μια οικία, είμαι… …   Dictionary of Greek

  • Юдифь — (יהודית) «Юдифь» с головой …   Википедия

  • HELEPOLIS — vox Graeca παρὰ τὸ ἑλεῖν τᾶς πόλεις, i. e. a. capiendo urbes, machinam militarem ingentis molis significat, quâ loco arietum iam crebritate suâ despectorum, Demetrius Antigoni fil. feliciter usus, Rhodo aliisqueve urbibus eius operâ expugnatis,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • SYNTAXIS — Graece Σύνταξις, nomen speciosum ac leve, quô molestum φόρου nomen lenire solebant Athenienses, teste Herpocratione. Isocr. περὶ εἰρην´: Η῾μεῖς γὰρ ὀνόμεθα μέν, ἢν την` θάλασσαν πλεόμεν πολλαῖς τριήρεσι, καὶ βιαζώμεθα τὰς πόλεις συντάξειςδιδῶναι …   Hofmann J. Lexicon universale

  • TURRITA — cognomen Mariae Magdalenae, apud Hieronym. Ep. 16. ad Principiam, Qui si recordetur tres Marias stantes ante crucem, Mariamque proprie Magdalenam, quae ob sedulitatem et ardorem sidei, Turritae nomen accepit. et prima ante Apostolos Christum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επιγράφω — (AM ἐπιγράφω) 1. χαράσσω επιγραφή («καὶ ἐπέγραψαν ὀνομαστὶ τὰς πόλεις [ἐπὶ τρίποδος]», Θουκ.) 2. δίνω τίτλο σε ένα κείμενο («Ἰλιάδα ἐπέγραψε τῷ ποιήματι») 3. υπογράφω ή επικυρώνω˙|| μσν. 1. φέρω επιγραφή 2. συγγράφω 3. αποφασίζω αρχ. 1. ξύνω… …   Dictionary of Greek

  • επιληίς — ἐπιληΐς, ἡ (Α) λάφυρο πολέμου («ἐπιληΐδας... ἔχοιεν τὰς πόλεις», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ληΐς «λεία»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»